Διαβάστε για τα Χανιά

Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων
Συγχρηματοδότηση 70% από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ΕΓΤΠ.Ε-Π και το Ελληνικό Δημόσιο - Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
Συγχρηματοδότηση Ελληνικό Δημόσιο και ΕΕ
Βουλισμένο Αλώνι Εκτύπωση E-mail

Λίγο πιο πέρα απ' τους «Κουμπέδες» Ηρακλείου, στους πρόποδες του Στρούμπουλα, δίπλα στον παλιό εθνικό δρόμο, στο 14ο χιλιόμετρο προς το Ρέθυμνο, υπάρχει ένα μεγάλο κυκλικό βύθισμα γνωστό με την ονομασία το «Βουλισμένο αλώνι».

Το ασυνήθιστο τούτο βύθισμα προκαλούσε πάντα τη δικαιολογημένη περιέργεια των περαστικών, γιατί ο τόπος γύρω είναι τραχύς, σχεδόν αφιλόξενος, όλο πέτρες σκληρές και χώμα λίγο. Πότε, λοιπόν, αναρωτιόνταν, και για ποιο λόγο βούλιαξε αυτό το κυκλικό κομμάτι του εδάφους; Και τ' όνομα του έχει καμιά σχέση με ό,τι εκφράζει η λέξη ή μήπως οφείλεται μονάχα στο σχήμα του; Οι ειδικοί λένε πως πρόκειται για «δολίνη» που σχηματίστηκε από «κατάρρευση υπόγειου σπηλαίου κατά το τεταρτογενές», μα οι άνθρωποι των γύρω περιοχών υποστηρίζουν ότι πραγματικά σ' αυτό το μέρος υπήρχε κανονικό αλώνι που χάθηκε με τον αφέντη του.

Εκείνο το αλώνι άνθρωπος δεν το είδε, μα η παράδοση δεν επιτρέπει αμφιβολίες. Ας την ξαναζωντανέψαμε: Σε καιρούς περασμένους η Κρήτη, χάρη στην εργατικότητα των ανθρώπων της, ήταν ένα καταπράσινο περιβόλι. Κι εκεί ακόμη που σήμερα λογής-λογής αγκάθια και θάμνοι αγριεύουν τον τόπο, τότε η φιλοπονία των Κρητικών έκανε τη γης να παράγει όλα τα καλά του θεού. Όσοι περιδιαβαίνουνε την Κρητική ύπαιθρο βλέπουν και σήμερα, εδώ κι εκεί, αλώνια καταμόναχα σ' ερημικές τοποθεσίες, σχεδόν ξεθεμελιωμένα, γεμάτα χόρτα και χώματα, μα είναι βέβαιο ότι σε άλλες εποχές και ιδιαίτερα τα καλοκαίρια, παρουσίαζαν εντελώς άλλη εικόνα.

Ένα τέτοιο μεγάλο αλώνι βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το κυκλικό βύθισμα. Κι όπως γινόταν παντού, στην αρχή κάθε καλοκαιριού ο νοικοκύρης του ερχόταν, το καθάριζε, διόρθωνε κάθε ζημιά που είχε γίνει από την περασμένη χρονιά και μ' άλλα λόγια, το ετοίμαζε να δεχτεί την καινούργια σοδειά. Ύστερα έφερνε τα θερισμένα στάχια και οι θημωνιές φάνταζαν σαν τετράψηλοι πύργοι. Μετά αλώνιζαν και κουβαλούσαν στο σπίτι, τον καρπό για τους ανθρώπους και τ' άχερα για τα ζώα.

Μια χρονιά η σοδειά ήταν τόσο πλούσια που και τα πιο άγονα χωράφια καρποφόρησαν. Τι καρποί, θεέ μου, εκείνη τη χρονιά! Φαίνεται πως γι' αυτήν έγραψε ο Κωστής Φραγκούλης τους παρακάτω στίχους:
«Ήθελα και να πρόβαινες......... να δεις μαγεροψήματα, λινάργια μεστωμένα, κριθάργια μεσσαρίτικα και στάργια μαυραγάνια που κυματούν σα θάλασσα πλατειά στο καψοβόρι. Να δεις θερίστρες όμορφες του δραπανιού τεχνίτρες να τραγουδούν ολόδρωτες στου θέρου το λιοπύρι, το πρόσωπο ντως ν' ανομπρεί να φέγγει μεσ' στον ήλιο. Να δεις και νιους στιμονερούς και μαυρομουστακάτους, να περμαζώνουν τσ' αγκαλιές, να δένουν τα δεμάτια και λόγια ανεγνριστικά να λένε στσι θερίστρες κι αυτές να χαχαρίζουνε κι ο κόπος να ξεχνιέται. Να 'ρθεις στ' αλωνοχώραφα να δεις και να θαμάξεις σαν τσ' εκκλησές οι θεμωνιές με τα καμπαναργιά ντως.

Να πεις σπολλάτη του ζευγά και βίβα του ρεσπέρη, που δεν οκνεύγει ολοχρονίς να καλλουργά, να σπέρνει και θρέφει με τσι κόπους του και κυβερνά τσ' ανθρώπους.

Κι οντέ κινού και ζέφνουσι τα ζούμπερα στ' αλώνι και βάλουν το θολόσυρο το μαυροθαλασσίτη ν' ακούσεις γέλια και χαρές από γιαλό σ' αόρι! Κι άμα λιχνούνε τον καρπό, για χάζι να σιμώσεις πατουλιές τσ' αλωνάρηδες να δεις με το θρινάκι π' αντιφεγγίζει ολόχρυσο στον πάσα 'νους τη χέρα, παρέκει τσι νοικοκερές, συν δυο, συν τρεις στο γύρο, να κάθουνται ανεκούρκουβα το σόδι ν' ανετάσσουν, με τα βολιστροκόσκινα, που λες φανίστηκέ σον, πως βολιστρίζουν μάλαμα, κι ασήμι κοσκινούνε. Κι απήτις ξεβγοδώσουνε, σειρά στσ' ακρογιαλίσκους, σκυφτοί, θεοσεβούμενοι, σαν οντέ βγάνουν τ' άγια κινούνε μικρομέγαλοι και κάνουν το σταυρό ντως, άπου τα βλόησε ο Χριστός με τη δεξά ντον χέρα...».

Τέτοια χρονιά σαν εκείνη δεν ξανάγινε! Ο νοικοκύρης του μεγάλου αλωνιού δεν είχε ησυχία, θα προλάβαινε ν' αλωνίσει τόσα σπαρμένα; θα προλάβαινε να μεταφέρει τ' άχερα και τον καρπό στο σπίτι του; Ο καιρός ήταν καλός, μα ίσαμε πότε; Και ποιος μπορούσε να μη βιάζεται, όταν μια ξαφνική μπόρα θα κατάστρεφε τους κόπους ολόκληρης χρονιάς; Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο νοικοκύρης έ6αζε τα βόδια στ' αλώνι νωρίτερα απ' ότι συνηθιζόταν και τα σκολούσε άμα ο ήλιος χαμήλωνε στη δύση του. Να μπορούσε να 'κανε τη νύχτα μέρα...

Με τέτοια βιασύνη ξημέρωσε του προφήτη Ηλία. Μεγάλη μέρα, γιορτινή. Κανείς δεν έπρεπε να δουλεύει. Ο μεγάλος προφήτης έπρεπε να τιμηθεί. Μα ο νοικοκύρης του μεγάλου αλωνιού δεν μπορούσε να χάσει μια ολόκληρη μέρα.

— θα πάμε στ' αλώνι! Είπε στη γυναίκα και στη κόρη του με τόνο που δεν σήκωνε αντίρρηση.
— Τέθοια μέρα; θα μας κάψει ο άγιος! τόλμησε να ξεστομίσει η γυναίκα.
— Οι άγιοι έχουν άλλες δουλειές, ξανάπε εκείνος και τις υποχρέωσε να πάνε στ' αλώνι...

Εκείνα τα χρόνια η ζωή -γεωργική ή κτηνοτροφική- εξαρτιόταν στο μεγαλύτερο μέρος της από τις καιρικές συνθήκες. Αν ήταν ξηρασία, αν έκανε παγωνιές την άνοιξη, αν έκανε πλημμύρες κλπ. η σοδειά μπορούσε να καταστραφεί κι ο κόσμος να πεινάσει. Έτσι, οι προγονοί μας, αφού οι ίδιοι δεν μπορούσαν ν' αντιμετωπίσουν τη φύση με τις δικές τους δυνάμεις, στράφηκαν στην ανώτερη δύναμη, στο θεό. Γίνηκαν θεοφοβούμενοι, τηρούσαν με σχολαστικότητα όσα η Εκκλησία και η κοινή συνείδηση παράγγελνε κι έλπιζαν ότι μ' όλα αυτά θα είχαν την «άνω βοήθεια».

Τις «σκολάδες», δηλ. τις μεγάλες γιορτές, δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να δουλεύουν, γιατί οι άγιοι δεν το 'θελαν.
Υπήρχαν όμως και κάποιες μέρες αιχμής, όπως θα τις ονομάζαμε σήμερα για τις γεωργικές εργασίες. Τέτοιες ήσαν οι μέρες του θέρους και του τρύγου. Οι δουλειές τότε έπρεπε να γίνουν γρήγορα, γιατί με μια ξαφνική βροχή, μπορούσαν να χαθούν οι κόποι και οι ελπίδες της χρονιάς.
Έτσι μερικοί σ' αυτές τις μέρες, δεν τηρούσαν τις θρησκευτικές αργίες, όπως το έκαναν τον υπόλοιπο καιρό.

Μα ας ξαναγυρίσουμε στην ιστορία μας: Σαν έφτασαν στ' αλώνι, ο νοικοκύρης κι η γυναίκα του έζεψαν τα βόδια, κάθισε πάνω στο θολόσυρο η μοναχοκόρη τους κι άρχισαν ν' αλωνίζουν. Η φωνή της τραγουδιστή αντήχησε τριγύρω

«Γύρω γεια τωνε κι όλα τ' άχερα δικά ντωνε...».
Εκείνοι έβαζαν δεμάτια κι ανασήκωναν τα στάχια. Τριγύρω δεν φαινότανε κανείς.
— Τέθοια μέρα να δουλεύομε! ψιθύρισε η γυναίκα με συντριβή.
«Γύρω γεια τωνε κι όλα τ' άχερα
ξανάρχισε η κόρη, όμως προτού ολοκληρώσει το δίστιχο, φοβερός κρότος ακούστηκε. Τρομαγμένοι κοίταξαν γύρω, μα δεν πρόλαβαν να κινηθούν. Τ' αλώνι Βούλιαξε παίρνοντας τους, ανθρώπους και ζώα, στ' άπατα βάθη της γης! Ο προφήτης τιμώρησε σκληρά αυτούς που δεν σεβάστηκαν τη μέρα του! Μερικοί λένε πως ο νοικοκύρης τ' αλωνιού ήταν παπάς και δεν λειτούργησε την άγια μέρα, μόνο έτρεξε στ' αλώνι... Ποιος ξέρει!,..

Κάθε χρονιά, στις 20 Ιουλίου ακούγονται καθαρά το τρίξιμο που κάνουν τα στάχυα, καθώς ανακατεύονται από το νοικοκύρη και τη γυναίκα του και το τραγούδι της κόρης «γύρω γεια τωνε...... Αν δεν τ' ακούσετε, όσοι πάτε, μπορεί να φταίει ο ήχος από τα λογής λογής τροχοφόρα που χάλασαν τους παλιούς ήχους κι έδιωξαν όλα όσα οι θρύλοι έφερναν στην καρδιά και στ' αυτιά των ανθρώπων. Μπορεί ακόμη κι η ίδια η καρδιά μας να μην είναι άξια ν' ακούσει τις μυστικές φωνές των θρύλων.....................................

"Η Κρήτη των Θρύλων"
Χαρωνίτης Βασίλειος
Εκδ. "Σμυρνιωτάκη".


 
< Προηγ.   Επόμ. >