Διαβάστε για τα Χανιά

Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων
Συγχρηματοδότηση 70% από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ΕΓΤΠ.Ε-Π και το Ελληνικό Δημόσιο - Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
Συγχρηματοδότηση Ελληνικό Δημόσιο και ΕΕ
Φαλάσαρνα: Χθες, σήμερα αύριο! Εκτύπωση E-mail
Μια από τις πλέον φημισμένες και περιζήτητες περιοχές στο  Ν. Χανίων για αναψυχή και κολύμπι, για οικοτουριστικές διαδρομές και φυσιολατρικό τουρισμό, για το αρχαιολογικό, το γεω-φυσικό και το οικολογικό της ενδιαφέρον, αλλά και από τους παραγωγικότερους παράκτιους κάμπους. Όμως, οι προοπτικές για το αύριο βρίσκονται στα χέρια των ντόπιων και των φορέων τους.

 

Η ευρύτερη περιοχή της Φαλάσαρνας έχει χαρακτηριστεί ως περιοχή με ιδιαίτερο φυσικό κάλλος, με πλήθος από τύπους οικοτόπων, με αρχαιολογικό ενδιαφέρον και έχει καταχωρηθεί στα δίκτυα Natura 2000 και Corine. Δυστυχώς, μερικά από τα ερευνητικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκτελούνται στην περιοχή, διολίσθησαν σε ελλιπείς δράσεις προστασίας του περιβάλλοντος και της Φύσης, καθότι η κοινωνική αποδοχή-συναίνεση και η περιβαλλοντική εκπαίδευση για την αειφορία, σκιαγραφήθηκαν μόνο στα χαρτιά.

 

Εξάλλου, οι δήθεν πιλοτικές και σωτήριες παρεμβάσεις τους για το τοπικό περιβάλλον, απαξιώθηκαν γρήγορα από τους ντόπιους, καθώς παραλήφθηκε -ίσως και σκόπιμα- η ενεργή συμμετοχή των τοπικών φορέων για την παραπέρα συνέχιση της προστασίας του περιβάλλοντος. Ωστόσο, εξακολουθεί η Φαλάσαρνα να είναι πόλος προσέλκυσης επισκεπτών με την κρυστάλλινη διαύγεια της θάλασσας στον όρμο Λιβάδι, τη μοναδική αμμούδα στην Πλατιά Άμμο, παραπέρα με τους αμμόλοφους και τις βραχώδεις ακτές, προς τα βορειότερα ο αρχαιολογικός χώρος, αλλά και προς τα ανατολικά τα κατάφυτα υψώματα της περιοχής.


Στα βόρεια της λεκάνης του κάμπου, ανάμεσα στο νοτιότερο τμήμα της χερσονήσου της Γραμβούσας και στο ακρωτήριο Κουτρί, βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας Φαλάσαρνας, το σημαντικότερο αρχαίο λιμάνι της δυτικής Κρήτης. Η περιοχή κατοικήθηκε από τη Μινωική περίοδο, αλλά η Φαλάσαρνα άκμασε κυρίως από τα μέσα του 4ου μέχρι τα μέσα του 1ου π.Χ. αιώνα. Κατά διαστήματα ήταν ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, άλλοτε βρισκόταν κάτω από την Πτολεμαϊκή κατοχή ή και στην επιρροή της αρχαίας Κυδωνίας, ενώ ανάμεσα στις εχθρικές της πόλεις συγκαταλέγονταν και η γειτονική αρχαία Πολυρρήνια.

 

Αρχαιολογικά ευρήματα φανερώνουν ότι η Φαλάσαρνα κατοικήθηκε από πολύ νωρίς, γίνεται εμπορικός σταθμός κατά την Ελληνιστική εποχή, οπότε και απέκτησε μεγάλη οικονομική, εμπορική και στρατιωτική δύναμη. Η ίδια η πόλη με τις οχυρώσεις της, δείχνει ένα καλά οργανωμένο οικισμό και την ανάγκη να προστατεύσει τη ναυτική και κάθε άλλη δραστηριότητά της.

 

 Ο θαλάσσιος κόλπος της περιοχής φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ως φυσικό αγκυροβόλιο από τη Μινωική περίοδο με τη μορφή εσωτερικής λίμνης (λιμνοθάλασσας). Αργότερα, γύρω στα 335 π.Χ., εξαιτίας της ανάγκης  να διαθέτει η πόλη ένα σύγχρονο και καλά προφυλαγμένο λιμάνι, οι κατασκευές άλλαξαν δραστικά τη μορφολογία της περιοχής.

 

Η είσοδος στο λιμάνι επιτυγχανόταν με τη βοήθεια ειδικά σκαμμένης διώρυγας-κανάλι, που το ένωνε με τη θάλασσα, ενώ ανακαλύφθηκε ένα δεύτερο ρηχότερο κανάλι, πιθανόν για ανακύκλωση των ρευμάτων, για υπερχείλιση ή και για καθαρισμό του κύριου λιμανιού, αλλά και για εξασφάλιση και προστασία του από επιχωματώσεις.

 

Το κλειστό λιμάνι είχε μέγεθος 75 - 100 μ. και προστατευόταν από τείχος και οχυρωματικούς πύργους. Η εξαιρετική ασφάλεια του λιμανιού της, το απόρθητο φρούριό της και ο πλούσιος κάμπος της περιφέρειάς της,  απετέλεσαν τα κύρια στοιχεία προόδου και ευημερίας από τότε. Η πόλη διέπρεψε στη ναυτιλία και στο εμπόριο μέχρι το 69 π.Χ., όταν καταστράφηκε πλήρως από τους Ρωμαίους, στην προσπάθειά τους να γίνουν θαλασσοκράτορες του χώρου της Μεσογείου και να πατάξουν, όπως έλεγαν την πειρατεία.

 

Τα κεραμικά και τα νομίσματα που βρέθηκαν στις εκεί ανασκαφές στη Φαλάσαρνα, μαρτυρούν τις εμπορικές σχέσεις με την υπόλοιπη Ελλάδα, την Αίγυπτο και φυσικά με την υπόλοιπη Κρήτη. Στα ερείπια της Φαλάσαρνας  μπορείς να διακρίνεις τμήματα της ακρόπολης και των πύργων του τείχους, δεξαμενές, υδραγωγείο και δωρικά κιονόκρανα, θεμέλια και κατώφλια σπιτιών, ερείπια ναού της Αρτέμιδας Δίκτυννας ή κατ’ άλλους του Απόλλωνα, πέτρινο θρόνο κάποιου άρχοντα ή βήμα από το οποίο μιλούσαν οι ρήτορες, νεκροπόλεις με λαξευτούς και λακκοειδείς τάφους.

 

Σαν ανεξάρτητη και αυτόνομη πόλη είχε δικά της νομίσματα που είχαν από το ένα μέρος κεφαλή γυναίκας με ενώτια ή και τρίτωνες και από το άλλο τα γράμματα ΦΑ ή Φ ανάμεσα σε μια τρίαινα. Από τις τότε λιμενικές εγκαταστάσεις σώζονται λίγα ίχνη, τα οποία όμως προκαλούν τον σημερινό επισκέπτη, που βλέπει ότι δεν είναι πια καν παραθαλάσσιες.

 

 Το γεγονός αυτό αποδίδεται στο ότι ανυψώνεται η στεριά σε σχέση με την επιφάνεια της θάλασσας, στο δυτικό τμήμα της Κρήτης, λόγω “τεκτονικών κινήσεων του φλοιού της Γης”, ενώ η ανατολική της πλευρά βυθίζεται μέσα στη θάλασσα. Φυσικά, αυτή είναι μια διαδικασία εξαιρετικά αργή, αλλά στο πέρασμα των αιώνων φαίνεται ξεκάθαρα, αφού το αρχαίο λιμάνι της Φαλάσαρνας και η πόλη βρίσκονται 6,6 ολόκληρα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και απέχουν γύρω στα 100 μέτρα από τη σημερινή ακτή.

 

Αρκετά ενδιαφέρουσες και κατατοπιστικές για την ιστορική, εξελικτική και γεωτεκτονική πορεία της περιοχής είναι σχετικές έρευνες του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και της Εφορείας Ενάλιων Αρχαιοτήτων.


Η οικολογική σημαντικότητα της περιοχής εντοπίζεται στους πολυποίκιλους τύπους οικοτόπων οι οποίοι βρίσκονται σε μια μικρή σχετικά έκταση. Τι να συμπεριλάβει ο μύστης της Φύσης και ο ειδικός. Αμμόλοφοι με το κρινάκι της παραλίας, τα αγκάθια και οι γαλατσίδες της αμμουδιάς, τα θαλασσόκεδρα, καλαμιώνες σε υγροτοπικές περιοχές, μακκία βλάστηση με σχίνους, χαρουπιές και αγριελιές, φρυγανότοποι, βραχώδεις ακτές, παράκτιες βραχονησίδες, ενώ οι γύρω καλλιεργούμενες εκτάσεις συμμετέχουν στη δημιουργία ενός μωσαϊκού ενδιαιτημάτων για πολλά είδη πανίδας και χλωρίδας. Μέσα στη θαλάσσια περιοχή συναντάς εκτεταμένα λιβάδια με τις γνωστές ποσειδώνιες (φυκιάδες), υφάλους, σπήλαια, ρηχούς κόλπους και κολπίσκους.

Παρά τη συρρίκνωση των υγροτοπικών εκτάσεων και των φυσικών νερόλακκων, που χαρακτήριζαν άλλοτε την περιοχή, μπορεί κανείς ακόμη να παρατηρήσει μεταναστευτικά και άλλα πουλιά στις αμμοθίνες κατά μήκος της ακτογραμμής, στους καλαμιώνες και θαμνώνες,  στις κάθετες πλαγιές, καθώς και στις μικρές βραχονησίδες.

 

Ο κατάλογος της συνολικής ορνιθοπανίδας ξεπερνά τα 150 είδη. Ειδικότερα, οι βραχώδεις ακτές προτιμώνται από τον θαλασσοκόρακα, τον αρτέμη, τον πετρίτη, τα αγριοπερίστερα και άλλα πουλιά. Στους καλαμιώνες και στους αμμόλοφους φωλιάζουν το ψευταηδόνι, ο κατσουλιέρης, ο κοκκινοκεφαλάς και ο ποταμοσφυριχτής, ενώ στους γύρω θαμνώνες βρίσκονται συνήθως δεντροσταρήθρες, ασπροκόλλες, μαυροτσιροβάκοι, καλόγεροι και γαλαζοπαπαδίτσες.

 

Οι πλαγιές των γύρω λόφων και η σπηλαιώδης μορφολογία τους προτιμώνται για το φώλιασμα αρπακτικών, όπως είναι ο φιλάδελφος, ο χρυσαετός και ο γυπαετός. Πολλά νεροπούλια (μπεκατσίνια, καλημάνες, κιρκίρια, κορμοράνοι, κύκνοι) ξεχειμωνιάζουν στην περιοχή.

 

Μεταξύ των περαστικών πουλιών σημαντική είναι η παρουσία των: λευκοτσικνιά, κρυπτοτσικνιά, σταχτοτσικνιά, τσιχλογέρακου, δεντροχελίδονου, οχθοχελίδονου. Εξάλλου, πλούσια παραμένει και η υπόλοιπη πανίδα με αμφίβια, ερπετά και μικρά θηλαστικά (κρητικός βάτραχος, δενδροβάτραχος, φρύνος, σπιτικό σαμιαμίθι, τρανόσαυρα, λιακόνι, δεντρογαλιά, όχεντρα, νερόφιδο, ζουρίδα, σκαντζόχοιρος, μυγαλή, λαγός, αλεπού, δασοπόντικας, αρουραίος και άλλα).

 

Ως προς τη χλωρίδα, η Φαλάσαρνα συγκαταλέγεται στους πολύ πλούσιους βοτανικούς χώρους και είναι ένα από τα πολύ λίγα μέρη της Κρήτης όπου ευδοκιμεί το μοναδικό, πολύ όμορφο ενδημικό, το κρινάκι Ανδροκύμβιο, το οποίο κινδυνεύει να εξαφανιστεί και γι’ αυτό προστατεύεται από προεδρικά διατάγματα και διεθνείς συνθήκες.

 

Σχετικές έρευνες, μελέτες και άφθονο εποπτικό υλικό για περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου στο ΜΑΙΧ και στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης.


Η περιοχή της Φαλάσαρνας χαρακτηρίζεται από ισχυρούς ανέμους, όπως έντονος είναι και ο θερμο-μεσογειακός χαρακτήρας, με ήπιους χειμώνες και αυξημένες βροχοπτώσεις (650-1.150 χιλιοστόμετρα είναι συνήθως οι υπερετήσιες διακυμάνσεις στο ύψος της βροχόπτωσης). Εξάλλου, από γεωλογική  άποψη η περιοχή χαρακτηρίζεται από πρόσφατους σχηματισμούς με ασύνδετες μάργες, άμμους, αργίλους και ασβεστόλιθους (32% της έκτασης), παλαιο-λιμναία και ποτάμια συστήματα ιζημάτων (21%) και μαργαϊκούς ασβεστόλιθους. Σχετικές γεωφυσικές έρευνες αναφέρουν ότι η παράκτια ζώνη στον όρμο Λιβάδι αποτελούσε πολύ παλιά, μια ρηχή λιμνοθάλασσα, ενώ η γύρω περιοχή είχε πλούσια υδροφορία.


Οι υπαίθριες καλλιέργειες και οι ελαιώνες, στις χρήσεις γης, καλύπτουν το 48% του συνολικού κάμπου, το 4% είναι οι θερμοκηπιακές μονάδες (600 περίπου στρέμματα), από τις οποίες 40 στρέμματα αφορούν τις υδροπονικές καλλιέργειες, ενώ το 47% της έκτασης καταλαμβάνονται από φυσικές περιοχές, κυρίως με φρυγανολιβαδική βλάστηση στην οποία βόσκουν συνήθως 1.500 περίπου γιδοπρόβατα. 

 
Εδώ και μερικά χρόνια και στο πλαίσιο περιορισμού της έντονης υφαλμύρωσης που αναπτύχθηκε στην περιοχή, εξαιτίας της υπεράντλησης και των εντατικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου, η περιοχή υπάγεται θα λέγαμε “τύποις” στα μέτρα προστασίας υδάτινου δυναμικού με απαγόρευση ανόρυξης νέων γεωτρήσεων και πηγαδιών. Άλλωστε, το σύστημα των πολυάριθμων υγροτοπικών εκτάσεων, που χαρακτήριζε κάποτε τα Φαλάσαρνα, έχει περιοριστεί σημαντικά, ενώ η ολοένα μεγαλύτερη ανάγκη εξασφάλισης νερού για την κάλυψη των αρδευτικών αναγκών της ευρύτερης περιοχής αυξάνει την απειλή για παραπέρα ποιοτική υποβάθμιση των υπόγειων νερών.


Η τεράστια ανάπτυξη-μεταβολή της περιοχής έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετά χρόνια, παρότι σύμφωνα με  τοπικούς φορείς η περιοχή είναι έτοιμη να “εκραγεί” παραγωγικά και κοινωνικά. Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία των αρμόδιων αρχών τα τελευταία τριάντα χρόνια, η καλλιεργούμενη γη αυξήθηκε κατά 52%, ενώ αντίστοιχα κατά 47% μειώθηκαν οι εκτάσεις του φυσικού περιβάλλοντος. Εξάλλου, οι θερμοκηπιακές μονάδες από 13 το 1970, αυξήθηκαν πάνω από 270 μονάδες σήμερα, χωρίς εν τω μεταξύ να γίνει το παραμικρό για την προστασία του εδάφους, του αέρα, των ανθρώπων που εργάζονται εκεί, των προϊόντων και του νερού (υπόγειου, επιφανειακού, θαλασσινού). Μήπως ο μακρόχρονος σχεδιασμός ανάπτυξης θα μπορούσε να αποτελέσει μοχλό κοινωνικής συναίνεσης, μέσα από τον οποίο θα εξασφαλιζόταν το αγροτικό εισόδημα, η απασχόληση και το καλύτερο αύριο σε τοπικό επίπεδο, καθώς η εφαρμογή της “Ορθής Περιβαλλοντικής και Αγροτικής Πολιτικής” οφείλει να εφαρμοστεί άμεσα σε όλες τις πλουτοπαραγωγικές περιοχές;  


Αυτό όμως που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι, ποτέ δεν υπήρξε μια πλήρης ενημέρωση και πληροφόρηση των τοπικών κοινωνιών για τα πλεονεκτήματα και τη σημασία της Natura-2000, αλλά και την προστιθέμενη αξία που αυτή μπορεί να προσδώσει σε τοπικά προϊόντα και  τοπικές υπηρεσίες. Με την ευκαιρία, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε σε όλους ότι η Natura-2000, αποτελεί δίκτυο περιοχών μέσα στις οποίες πρέπει να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ των αναγκών που σχετίζονται, όχι μόνο με τη διατήρηση της φύσης, αλλά και με την οικονομία, με την κοινωνία και με τον πολιτισμό.


Σε τούτο τον πλουτοπαραγωγικό, τον ιστορικό και με προοπτικές τόπο, αυτό που χρειάζεται απ’ εδώ και πέρα είναι να επιλυθούν ζωτικά ζητήματα για το νερό, το έδαφος, τη φύση και τον άνθρωπο. Για το καλύτερο αύριο χρειάζονται, μεταξύ των άλλων, ορθολογικός χωροταξικός σχεδιασμός, τοπικές πολιτικές, κοινωνική αποδοχή και συναίνεση, οράματα και βιώσιμες προοπτικές, γενναίες αποφάσεις και δράσεις ουσίας για τη Φαλάσαρνα

 

(Πηγές: ΜΑΙΧ, 2006, Πολυτεχνείο Κρήτης, 2006, Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης, 2004, Χατζηδάκη και Στεφανάκης, 2004, Dominey-Howes et al., 1998, Stiros and Papageorgiou, 2001).

 

Δρ.Θόδωρος Κουσούρης

16/04/07


 
< Προηγ.   Επόμ. >