Διαβάστε για τα Χανιά

Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων
Συγχρηματοδότηση 70% από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ΕΓΤΠ.Ε-Π και το Ελληνικό Δημόσιο - Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
Συγχρηματοδότηση Ελληνικό Δημόσιο και ΕΕ
Με τους κυνηγούς του ανέφικτου Εκτύπωση E-mail
Γράφουν οι : Δήμητρα Καρατώλου & Πάνος Γαρίδης

Εστέτ αναχωρητές και Ιρλανδοί λυράρηδες σε μεταμεσονύκτιες μεταφυσικές αναζητήσεις στα μπαράκια και στα καλντερίμια της Παλιάς Πόλης. Βαριά αχνάρια λαών που άλλοτε τη φλερτάρισαν και άλλοτε τη βίασαν, η Παλιά Πόλη των Χανίων δεν είναι κομμάτι της ιστορίας, είναι η ίδια η ιστορία, γραμμένη από ανθρώπους που αναζήτησαν τον εαυτό τους στην πόλη των αντιθέσεων.

Ξημέρωμα στο Παλιό Λιμάνι.

Ακολουθώντας τη συμβουλή ενός ανήσυχου ταξιδιώτη, περπατώ καλώντας τις σκιές του παρελθόντος της πόλης να περιπλανηθούν μαζί μου, να μου ψιθυρίσουν τα μυστικά τους...

Μου διηγούνται παλιές, νοσταλγικές ιστορίες του 70΄ και του 80΄, τότε που η τύχη –ή η μοίρα- φύσηξε στην πόλη ανθρώπους διαφορετικούς, αλλά ταυτόχρονα και ταιριαστούς.

Μου μιλούν για τον Βαγγέλη, που δεν δίστασε να αφήσει την ασφαλή, ξεκάθαρη ζωή του τραπεζικού αναζητώντας να γευτεί την άναρχη ελευθερία, για τον Σταύρο, λάτρη των καλών τεχνών, που δεν αποχωριζόταν ποτέ το μπαγλαμαδάκι του, για το Μιχάλη με τη ρεπούμπλικα και το μαύρο παλτό που έκλεινε το παλαιοπωλείο κι έπιανε το τουμπελέκι, για να εκστασιαστεί με τους ρυθμούς της Ανατολής, για τον πολυταξιδεμένο Ρος, που ταίριαξε το φλογερό ιρλανδικό ταμπεραμέντο με την κρητική λύρα.

Κοινωνία ονειροπόλων κυνηγών του ανέφικτου που έπαιρνε σάρκα και οστά τις νύχτες, στις αποθήκες πίσω από τα Νεώρια, με τον ήχο της μουσικής να συνοδεύει τις παθιασμένες συζητήσεις για νέες ιδέες κι επαναστατικές αλλαγές. Καθισμένοι ακόμα και στο πάτωμα στο κατάμεστο «Φαγκότο», θυμίζοντας σύγχρονους υπαρξιστές φιλοσόφους ακουμπώντας πού και πού για ν'ακούσουν την τρομπέτα του Miles Davis.

Το τσιγάρο δεν ήταν υπό διωγμό, η μέθη ήταν ζητούμενο, και η μοναξιά επιλογή και όχι μονόδρομος. Σήμερα στο «Φαγκότο» επιστρέφουν οι Χανιώτες και οι Χανιώτισσες του τότε που έχουν σκορπίσει σε άλλα μέρη της Ελλάδας και –επισκέπτες πια στην ίδια τους την πόλη- αναζητούν κάτι από την ηρωική ατμόσφαιρα των χρόνων της αθωότητας...

Τις μπαλάντες των αισθήσεων και των παραισθήσεων ήρθε να σαρώσει το κύμα εκσυγχρονισμού της δεκαετίας του 90΄, όταν οι ιδεαλιστικές συζητήσεις μπολιάστηκαν με ρεαλιστικούς στόχους.

Ήταν η εποχή που η εικόνα της Edie Brickell να παίζει την κιθάρα της στα σοκάκια της πόλης πλαισιωνόταν από την τεχνοκρατική εικόνα των νεοφερμένων επενδυτών που μελετούσαν εξονυχιστικά την πόλη σχεδιάζοντας τις μεγαλεπήβολες επιχειρήσεις τους. Ο τουρισμός είχε αρχίσει να γίνεται πρωταγωνιστής και στη σκηνή της Παλιάς Πόλης...

Τις αναμνήσεις του παρελθόντος έρχεται να ξορκίσει βίαια η ανατολή του ηλίου, το πανάρχαιο κρητικό φως, το αχανές πέλαγος που αντανακλά τον ουρανό και μου φανερώνει το φάρο στο παλιό λιμάνι που θυμίζει μιναρέ, το Γιαλί Τζαμισί. Το φρούριο Φιρκά, τα Νεώρια και τα δαιδαλώδη στενάκια ανάμεσα στα υποβλητικά ενετικά σπίτια.

Κάθε στοιχείο στην Παλιά Πόλη των Χανίων αποτελεί αισθητική αξία. Και όλα μαζί διαμορφώνουν τη φινέτσα τής εντός των τειχών πόλης. Της πόλης που –αν και περικυκλωμένη- ήταν πάντα πόλη ανοιχτή στο διαφορετικό, κόντρα στην κρητική εσωστρέφεια.

Πολυεθνική στην ιστορία της, πολυπολιτισμική στη νοοτροπία της, κοσμοπολίτικη στον τρόπο της. Μία ιδιόμορφη μητρόπολη του Νότου, που από τη δεκαετία του 70΄ έδωσε χώρο σε περιπλανώμενους ταξιδιώτες, ντεσπεράντος της τέχνης και της διανόησης, χίπηδες, αναχωρητές και απλούς τυχοδιώκτες.

Ένα κράμα περιθωρίου και αβάν γκαρντ που πρόσθεσε πόντους στη γοητεία μιας ιδιαίτερα ελκυστικής πόλης. Σήμερα η εντός των τειχών πόλη αποτελεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο.


Η Παλιά Πόλη

Ισορρόπησε σε τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στη μοναξιά και στην κοσμικότητα. Δέχτηκε τους διαφορετικούς και τους περιθωριακούς, χωρίς ποτέ η ίδια να μπει στο περιθώριο. Κρυφάκουσε στα καλντερίμια της ψιθυριστά μικρά νυχτερινά μυστικά, αλλά κράτησε την εχεμύθειά της.

Δεν παραδόθηκε στο προφανές του κοσμοπολίτικου lifestyle, κρατώντας σφιχτά τη μυστηριακή και ανατολίτικη πλευρά της ακόμη και τώρα που δεν ακούγεται ο μουεζίνης στο τζαμί του Κιουτσούκ Χασάν Πασά.

Το παραδοσιακό πρόσωπο της Παλιάς Πόλης συνυπάρχει με μια ζωντάνια που ξεχειλίζει ενέργεια. Ψηλαφίζεις την υγρασία της στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα των κοριτσιών που δοκιμάζουν για πρώτη φορά στη ζωή τους ρακή στο πολύβουο Κουμ Καπί, την παλιά απαγορευμένη, σκοτεινή συνοικία, που τώρα πια φωτεινή και ελκυστική θεωρείται must για τη νεολαία της πόλης.

Από νοσταλγική περιέργεια ρωτάω δυο φοιτητές αν γνωρίζουν το «Φαγκότο». Με κοιτούν με απορία και με παραπέμπουν ν' αναζητήσω στα χνάρια των ρομαντικών του 70΄-80΄ σε πιο ήσυχα, ψαγμένα στέκια που βρίσκονται στα λιγότερο γνωστά στενά του Κουμ Καπί.

Όπως εκείνα που σημάδεψαν την αλλαγή μιας ολόκληρης εποχής κάπου εκεί στη δεκαετία του 80΄, το «Κανάλι» και το «Street». Ήταν η εποχή που η ελληνική μουσική, που κυριάρχησε στη γενιά της μεταπολίτευσης, άρχισε να δίνει τη θέση της στην αποενοχοποιημένη πλέον rock κουλτούρα.

Καθώς περπατώ στα πλακόστρωτα δρομάκια, με τυλίγουν αρώματα και εικόνες του παρελθόντος, η ευωδιά της απόλυτης μπουγάτσας του Ιορδάνη που ξυπνάει την πόλη από τις πέντε το πρωί.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως τα Χανιά έχουν χαρακτηριστεί ως η «Βενετία της Ανατολής». Νιώθω έντονα πως το μυστηριακό σκηνικό της παλιάς καστροπολιτείας δεν είναι φτιαγμένο για celebrities τουρίστες.

Τα Χανιά και η Παλιά Πόλη δεν είναι απλώς μια επαρχιακή πόλη. Είναι περισσότερο μία πολιτεία μέσα σε μια μεγάλη πολιτεία που έχτισε την κουλτούρα της πάνω στα ίχνη λαών που άλλοτε τη φλερτάρισαν κι άλλοτε τη βίασαν.

Ανάμεσα στ' απομεινάρια των τζαμιών, των χαμάμ, των μοναστηριών, των Καπουτσίνων και Δομινικανών μοναχών έστησε τα Μαχαιράδικα και στα Στιβανάδικα. Ακόμα και σήμερα προσπαθεί να συνδυάσει από τη μία την ενετική και από την άλλη την αραβική και τούρκικη επιρροή στην ελληνική πραγματικότητα και μάλιστα στην κρητική πραγματικότητα.

Μία προσπάθεια που πότε την οδηγεί στην αρμονία και πότε στην αναρχία. Αυτή την αναρχία η οποία, αν και σε τρελαίνει, σε κάνει ταυτόχρονα ν' αναπνέεις με ελευθερία.

Τα μεσημέρια είναι γλυκά και νοσταλγικά. Ο δρόμος πολιορκείται από τα καΐκια στη μαρίνα του παλιού λιμανιού και από τις καμάρες των κιτρινισμένων κτιρίων.

Πηγαίνεις όπου σε πάει η μυρωδιά. Χταπόδια που λιάζονται, κουτσομούρες που τηγανίζονται, μύδια που αχνίζονται. Πάνω απ' όλα το σταμναγκάθι και η ασκολίμπρη, τα υπέροχα κρητικά χόρτα που αποτελούν την κρητική ρόκα-παρμεζάνα και που έχουν αναχθεί από παραδοσιακό πιάτο σε διαπιστευτήριο γαστρονομικής επιτυχίας.

Στα τραπέζια η ρακή πνίγεται σε σουπιές με ελιές και μάραθα. Και τα καλτσούνια με ανθότυρο φέρνουν στο νου μου τα γαστριμαργικά σχόλια γνωστών και φίλων που επιστρέφοντας από διακοπές στην Κρήτη διαφημίζουν με ενθουσιασμό ότι το φαγητό στο νησί αυτό είναι μια εμπειρία που πρέπει να βιώσεις.

Ιδιαίτερα όταν μπαίνεις στα σπίτια όπου εγκάρδια σε προσκαλούν οι ντόπιοι, για να σε φιλέψουν κατιτίς, και νιώθεις κάθε άλλο παρά ξένος, κάθε άλλο παρά επισκέπτης. Λένε πως ο ήλιος και το ζεστό κλίμα χαρακτηρίζει την πόλη. Ο κακός καιρός όμως σφραγίζει τη γοητεία της.

Τα κύματα σπάνε στην προκυμαία του παλιού λιμανιού και τα γκρίζα σύννεφα χαϊδεύουν την κορυφή του φάρου, η εικόνα γίνεται τελείως ατμοσφαιρική και η ατμόσφαιρα σε υποβάλλει τόσο, ώστε η παρέα να σου είναι το ίδιο περιττή όσο και απαραίτητη.

Τέτοιες μέρες αποτελεί στοιχείο μεγάλης ευτυχίας μία πολυθρόνα με θέα στο λιμάνι, ζεστός καφές κι ένα δυνατό μπράντι. Από το ναυτικό μουσείο όμως μέχρι τα Νεώρια η προκυμαία συντονίζεται με τη δύναμη των μποφόρ και ο χρόνος με τη δύναμη των ψυχικών διακυμάνσεων. Νοσταλγία, μοναξιά, πληρότητα, αναμονή.

Για το βράδυ που θα έρθει και θα σε βρει παρέα μ' ένα καλό κρητικό κρασί και μύδια αχνιστά. Το ενετικό λιμάνι, φωτισμένο, ξεπερνά τον καιρό και ξυπνά την περιέργειά σου γι' αυτό που πρόκειται να συμβεί και δεν μπορείς να γνωρίζεις.

Στο παλιό μπουγατσάδικο πίσω από την πλατεία Βενιζέλου το μοσχοβολιστό φρεσκοψημένο φύλλο που τυλίγει το γλυκό τυρί με ζάχαρη αποτελεί ακόμα την αρχή της εξιλέωσης και το τέλος της αμαρτίας.

Τις Κυριακές το πρωί στους πάγκους γύρω από τους τοίχους με τους καθρέφτες συναντιούνται οι πιστοί που μόλις κοινώνησαν με τα ρετάλια της νυχτερινής κραιπάλης που μετά βίας επικοινωνούν. Στα μπουγατσάδικα και στα ταβερνάκια με τη στάκα και τους τζιγιεροσαρμάδες υπάρχει μία ιερή συμφωνία.

Η συνύπαρξη δύο κόσμων που ξέρουν πως δεν είναι σύμμαχοι, δεν είναι όμως και εχθροί. Ο ντάκος και η ρακή συμφιλιώνουν τους διαφορετικούς τρόπους της ίδιας ζωής, ανεξάρτητα αν η κουβέντα αφορά το κυνήγι ή το clubbing.

Μέσα στις αντιθέσεις του αυτός ο τόπος έχει μία ιδιαίτερη ικανότητα να κρατά τις ισορροπίες και να θέτει το μέτρο. Και μπορεί αυτό το μυστικό να τον κάνει ιδιαίτερο, κι αυτόν και τους κατοίκους του, που καταφέρνουν να ισορροπούν ανάμεσα στην κατασταλαγμένη σοφία και την αυθεντική εξωστρέφεια. Ίσως γιατί εδώ ο καθένας ξέρει και καταφέρνει να είναι ο εαυτός του. Επιλέγοντας την υπερέκθεση ή την απομόνωση.

Κατά μήκος του λιμανιού βλέπεις εκατοντάδες τουρίστες να περπατούν και να κοιτάζουν το απέραντο γαλάζιο. Τόσοι πολλοί, αλλά και τόσο μόνοι. Λες και ο καθένας από αυτούς έχει χτίσει ένα μικρό προσωπικό φρούριο που δεν διαπερνάται.

Μοιάζει με κοινοτοπία, με πολυφορεμένο κλισέ, αλλά είναι η αλήθεια: η παλιά πόλη των Χανίων είναι πόλη ερωτική.

Η ατμόσφαιρα έχει τέτοια ένταση, που γεννά τον έρωτα για τη μουσική, τον έρωτα για τις σκέψεις, τον έρωτα για τον ίδιο τον έρωτα. Αποπνέει ακόμα κάτι από την εποχή που άνθρωποι φαινομενικά αταίριαστοι έρχονταν από διαφορετικά μέρη, για ν' ανακαλύψουν –πίνοντας ρακή και τρώγοντας μούσμουλα υπό τους ήχους τζαζ και κρητικής λύρας- ότι ο προορισμός ήταν και παραμένει κοινός.

Πόλη με μαγνητισμό και προσωπικότητα, που διευκολύνει την ανθρώπινη επαφή και συντηρεί έστω και την ψευδαίσθηση ότι «σαν έτοιμη από καιρό» είναι ανοιχτή σε αυτό που έρχεται...

Πηγή: Περιοδικό «ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ – Voyager» (Τεύχος 36)


 
< Προηγ.   Επόμ. >