Διαβάστε για τα Χανιά

Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων
Συγχρηματοδότηση 70% από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ΕΓΤΠ.Ε-Π και το Ελληνικό Δημόσιο - Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
Συγχρηματοδότηση Ελληνικό Δημόσιο και ΕΕ
H πιο απείθαρχη Kρήτη Εκτύπωση E-mail

AΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΙΟΡΔΑΝΟΓΛΟΥ(απο το passport),ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ les meyers

Πολύ κοντά στα Χανιά, βρίσκεται ένα από τα πιο συναρπαστικά ορεινά συμπλέγματα της Ελλάδας, τα Λευκά Oρη. Είναι τα Σφακιά, τόπος δυσπρόσιτος, άγριος, γεμάτος γυμνούς γκρεμούς, αβυσσαλέα φαράγγια, τραχιές βουνοπλαγιές, τραχείς ανθρώπους. Τι έχει μείνει από τη φήμη Σφακιών και Σφακιανών σήμερα; Βγήκαμε στο δρόμο να το βρούμε ...;

Φευγουμε απο τα Xανια μέσα σε επαρχιακούς δρόμους μέχρι να βγούμε στην κατ' όνομα εθνική οδό. Στροφές, πικροδάφνες, το φρούριο Ιτζεντίν ψηλά στο λόφο της αρχαίας Aπτερας και μια υπέροχη θέα στον κόλπο της Σούδας με το φαιό των αντιτορπιλικών και το τριανταφυλλένιο νησιωτικό κάστρο των Βενετών. Oλα αυτά για λίγο. Ως τις Βρύσες.

Εκεί η πλατεία με τα πλατάνια κολυμπάει στην τσίκνα από τις ψησταριές, χήνες βόσκουν στο ποτάμι. Και γρήγορα είμαστε στον ασφαλτόδρομο που ανηφορίζει φιδογυρίζοντας στις πλαγιές με τους ελαιώνες και τα πουρνάρια. Περνάμε το οροπέδιο της Κράπης, περνάμε το φαράγγι (Λαγγό) του Κατρέ και φτάνοντας στον Αυχένα Ξυλόδεμα σταματάμε για να απολαύσουμε τη θέα στο οροπέδιο του Ασκύφου, το ομώνυμο χωριό με τις τέσσερις γειτονιές και το πρασινοκάστανο παζλ με τα πατατοχώραφα, τα χρυσά αμπέλια και τις μπαμπακερές τούφες των κοπαδιών.

Τέσσερις γειτονιές φτιάχνουν το Ασκύφου: η Καρέ, το Αμμουδάρι, ο Πετρές και το ήσυχο, ωραιότατο Γωνί. Σπιτάκια παλαιά ανάκατα με καινούργια, κουτιά από τσιμέντο και πέτρα, σταχτιές εκκλησίες, αλλοπρόσαλλη αρχιτεκτονική σε ένα τοπίο αμέτρητες φορές κατεστραμμένο και ισοπεδωμένο. Τόπος κλειστός τριγυρισμένος από τις μαδάρες -τις μαδημένες βουνοκορφές των Λευκών Ορέων- σαν σκύφος αρχαίος: άραγε γι' αυτό να λέγεται Ασκύφου μέχρι σήμερα; Περπατάμε λασπωμένα βήματα μέχρι το ερειπωμένο φρούριο, στην άκρη του οροπεδίου, στο λόφο με τα θεόρατα πουρνάρια και τα γίδια. Τούρκικο λείψανο. Στα Σφακιά δεν έκατσαν οι Τούρκοι, « ...;ήταν κακό χουζούρι», μας λέει ο Γιώργης, ένας βοσκός που πετυχαίνουμε μέσα στην πρωινή πάχνη. Τα Σφακιά ανέκαθεν ήταν η πιο αλλόκοτη, η πιο δύστροπη και απείθαρχη Κρήτη. Εδώ έγιναν οι πιο μεγάλες επαναστάσεις σε Βενετοκρατία και Τουρκοκρατία.

Οι Σφακιανοί ήταν κάποτε σπουδαίοι ναυτικοί και ακόμη σπουδαιότεροι πειρατές. Στην αρχή της Τουρκοκρατίας ήταν πλούσιοι και ανεξάρτητοι. Κι όμως επαναστάτησαν αμέτρητες φορές, πρώτοι αυτοί το 1770 με τον πλούσιο πατριώτη καραβοκύρη Ιωάννη Δασκαλογιάννη. Και μετά πάλι και πάλι. Κι όμως άφησαν τις μαδάρες τους και πήγαν να πεθάνουν στο Μακεδονικό μέτωπο στους Bαλκανικούς Πολέμους. Μια ζωή στα όπλα και στα αίματα. Ράτσα ανυπότακτη, επιβλητική στον όψη, κάποιοι τους παρομοίαζαν με τους Δωριείς -«ζωντανά αγάλματα θεών», τους λέει ο ιστορικός Ψιλάκης, ο οποίος συμπληρώνει «...με την τραχύτητα, την υπεροψία και την άπιστη ιδιοτροπία τους ουδείς επιθυμεί να έχει οικειότητα»-, οι Σφακιανοί είναι οι ήρωες μιας μεγάλης κρητικής μυθολογίας. Της τελευταίας μυθολογίας ίσως ...;

«Ο μπαρμπα-Γερώνυμος ήταν ο τελευταίος από τους παλαιούς. Λεβέντης σαν αρχαίος Ελληνας, γυρνούσε με την παλιά φορεσιά, στιβάνια, γελέκο, βράκες, μαντίλα. Παλιά θωριά ...; Επόθανε. Aντε εβίβα...». Ο κυρ Μιχάλης Βεζυράκης σηκώνει το ποτήρι του με τη ρακή και το τσουγκρίζει με την εύθυμη ομήγυρη. Είμαστε στο καζάνεμα της ρακής στην Καρέ. Τα στέμφυλα γεμίζουν με μια πυκνή μυρωδιά στο δωμάτιο, ο μπρούντζινος άμβυκας γυαλοκοπάει μέσα στους ατμούς, η φωτιά από το πυρηνόξυλο μας καπνίζει, στο τραπέζι σπασμένα καρύδια, λουκάνικα, οφτές πατάτες, ελιές, γραβιέρα, παξιμάδι, ρακή. Το καζάνεμα είναι μια γιορτή στην Κρήτη: η ετήσια γιορτή του κρητικού θεού Πάνα. Αλλά τα παλιά καζάνια εκσυγχρονίστηκαν και χάθηκαν μέσα σε τσιμεντένια δωμάτια. Η μεθυστική μυρωδιά και το κέφι έμεινε το ίδιο. Μιλάμε με την παρέα για τα σημερινά Σφακιά. Κτηνοτρόφοι, σχεδόν όλοι, και γεωργοί μαζί, ασχολούνται λίγο και με τον τουρισμό. Αλλά τον κόσμο τους τον κρατάνε στην περιοχή. Στο Ασκύφου το τριθέσιο σχολείο έχει καμιά τριανταπενταριά παιδιά.

Ακούμε την παράξενη, τραγουδιστή σφακιανή ιδιόλεκτο: στη γλώσσα τους τα υγρά σύμφωνα μιξάρουν, το λάμδα γίνεται ρω. «Οι βοσκοί καρά πάνε», μου λέει ο Γιώργης -μα πόσους Γιώργηδες έχει τελικά το Ασκύφου;- «έχουν τις επιδοτήσεις. Για 5 - 6 χρόνια είναι καρά. Μετά ...;». Aφηγούνται ιστορίες του τόπου, τα τούρκικα κόκαλα που ακόμη και σήμερα βρίσκουν στο Λαγγό του Κατρέ, τα ίδια κόκαλα που βρήκε το 1834 ο Αγγλος περιηγητής Robert Pashley -ξέρουν όλοι τον Pashley, θα τρελαθώ!-, για τον χαρακτήρα των Σφακιανών που είναι φιλόξενοι και φιλικοί αρκεί να μην τους προσβάλλεις γυναίκα, φιλότιμο, πατρίδα, κοινωνική θέση, οτιδήποτε... Mου λένε και για τα όπλα. «Oλα τα σπίτια έχουν όπλα», εξηγεί άλλος Γιώργης τώρα, με ένα περίφημα στριμμένο μουστάκι. «Oπλα πολεμικά και μπιστόλια. Αν υπήρχε τότε ο οπλισμός που έχουμε σήμερα στα Σφακιά, οι Γερμανοί δεν θα μπαίνανε στην Κρήτη». Για του λόγου το αληθές και μετά από αμέτρητα εβίβα και υψωμένα ρακοπότηρα, στο τραπέζι με τα καρύδια εμφανίζεται -τις οίδε από πού- ένα Colt 38 Special Snob Nose. Από αυτά που έχει η αστυνομία στη Νέα Υόρκη ντε ...;

«Που 'ναι η χωρα τω Σφακιω με τα πολλα καραβια ...;»

Ασκύφου, Νίμπρος, Ασφένδου Καλλικράτης, Πατσιανός, Καψόδασος, Αργουλές, Σκαλωτή, Φραγκοκάστελλο, Κομιτάδες, Νομικιανά, Χώρα Σφακίων, Λουτρό, Λιβανιανά, Αγία Ρουμέλη, Ανώπολη, Αράδαινα, Aγιος Ιωάννης. Δηλαδή Σφακιά. Σκόρπια χωριά σε μια έκταση αχανή που πιάνουν το μεγαλύτερο μέρος στα Λευκά Oρη.

Aυτά είναι τα ομορφότερα βουνά της Κρήτης, άγρια, αφιλόξενα, με τη μοναξιά των αγριόγιδων και του σπανιότατου γυπαετού, με ακτές τρυπημένες από δεκατέσσερα φαράγγια, βουνά αρωματισμένα από πεύκα, αγριοκυπάρισσα, πρίνους, θυμάρι, μαλοτήρα, φασκόμηλο, μέντα, θρούμπι.

Σήμερα οι Πάχνες, το Κάστρο, ο Τροχάρης και οι άλλες κορφές που βρίσκονται πάνω από τα 2.000 μέτρα χάνονται στην ομίχλη. Οδηγούμε προς τον σφακιανό γιαλό πάνω από το επιβλητικό Ιμπριώτικο φαράγγι: πουρναροσκεπασμένα βράχια σαν νυχιές από τιτάνιο θηρίο. Και μεγάλα κυπαρίσσια. Και αμέτρητα γίδια στις στροφές. Και ξωκλήσια με το δίκοχο ιερό.

Και μετά η θάλασσα. Και βαθιά κάτω η Γαύδος, μια σκούρα κάμπια πάνω στο γαλάζιο του Λιβυκού.

Στα ανατολικά ο κάμπος του Φραγκοκάστελλου, καλοποτισμένος από τα άφθονα νερά των ασβεστολιθικών βουνών, σπαρμένος ελιές, jojoba, ενοικιαζόμενα δωμάτια και ταβέρνες, πάνω από τις αμμουδιές και γύρω από τις ρόδινες επάλξεις του εκθαμβωτικού κάστρου, το οποίο υπερασπίστηκε ένας Ηπειρώτης, αλλά μάταια. Οι Τούρκοι σάρωσαν τον τόπο, τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη και τους άνδρες του στις 18 Μαΐου 1828. Λένε πως κάτι έμεινε από τους αδικοχαμένους. Και στα τέλη του Μάη με αρχές Ιούνη πολύ νωρίς το πρωί σκιές πολεμιστών σηκώνονται από το κάστρο και τραβάνε καταμεσής του πελάγους.

«Δροσουλίτες δεν τους λένε πάτερ; Τους έχετε δει;» ρωτάμε ένα παππούλη έξω από τα Νομικιανά. «Καθένας ξανοίγει ό,τι θέλει». Απαντάει εκείνος. Ορθόν. Περνάμε τους Κομιτάδες, τα φαγωμένα κουφάρια των βράχων με τις σπηλιές στην έξοδο του φαραγγιού (το χωριό έχει μικρή ανάπτυξη από τους trekkers του φαραγγιού) και συνεχίζουμε στη Χώρα Σφακίων, για να απολαύσουμε μια ωραία σφακιανή πίτα με μέλι δίπλα στους τελευταίους τουρίστες της χρονιάς. Τα παμπάλαια σπιτάκια της Χώρας βλέπουν έρημα πάνω από το λόφο το πολύβουο λιμάνι, τις καινούργιες οικοδομές, το ερειπωμένο κάστρο και τα καραβάκια που επικοινωνούν τον κόσμο με τους παραλιακούς οικισμούς των Σφακιών.

Οδηγώ με γουρλωμένα τα μάτια: ο δρόμος προς Ανώπολη είναι απίστευτα στενός, γλύφει την άβυσσο πάνω από τη σταχτιά γυαλάδα του ακίνητου νερού. Και ολόγυρα οι μαδημένες Λευκορείτικες πλαγιές, άγρια κοτρόνια φαγωμένα από τον αγέρα και το χιόνι, τρυπημένα, ροζιασμένα, θρυμματισμένα, σκισμένα, χαρακωμένα, γρατζουνισμένα, τσουγκριά μυτερά με μισή χούφτα χώμα ανάμεσά τους πατημένο από τα μυριάδες ζώα. Πού να φυτρώσει κάτι; Και πώς έζησαν οι άνθρωποι εδώ; Η Ανώπολη είναι ένας ζωντανός και ζωηρός οικισμός σκορπισμένος μέσα σε κάτι αναιμικούς ελαιώνες και πέτρινες μάντρες. Λειτουργεί και σχολείο. Μάλιστα. Eξω από τα καφενεία θεόρατοι βοσκοί, ψαρομάλληδες, γαλανομάτηδες, με τα μαύρα πουκάμισα, τα σταχτοκίτρινα γένια, ζωσμένοι με μια ομπρέλα, τα κιάλια, το όπλο, το ταγάρι και την κατσούνα, τη βοσκίτικη μαγκούρα της μαδάρας. Αργότερα, πάμε δυτικά και φτάνουμε στο χωριό της σιωπής.

Η γέφυρα Beley πάνω από το φαράγγι της Αράδαινας μας τραντάζει τα σωθικά: ο γκρεμνός κάτω πέφτει ξυράφι 150 μέτρα, σε μια πλαγιά φιδογυρίζει η πέτρινη έλικα παλιού καλντεριμιού και ολόγυρα βράχια ρόδινα με τις σκουριές του νερού και η βάση για τις βουτιές του bungee jumping. Και δίπλα η Αράδαινα, ένα αληθινό εθνολογικό μουσείο της σφακιανής αρχιτεκτονικής. Σπίτια έρημα, τοίχοι πορτοκαλιοί στικτοί με βούλες από βρύα, καμάρες, κι ανάμεσά τους καρυδιές, μουριές και φραγκοσυκιές φορτωμένες πορφυρούς καρπούς.

Μα πού πήγαν οι άνθρωποι; Η απάντηση βρίσκεται στις αυλές των δύο εκκλησιών, του παλαιότατου Αστράτηγου και του Αγίου Νικολάου. Στην μία οι τάφοι της οικογένειας Κουκουβιτάκη. Στην άλλη οι τάφοι της οικογένειας Τσόντου. Το χωριό άδειασε το 1950 από βεντέτα. «Το χωριό έσβησε από τα «οικογενειακά» (βεντέτα στα Σφακιανά). Στην Αράδαινα εσκοτωθήκανε για ένα λέρι ...;», μου είπε λίγο πριν ο μπαρμπα-Γιάννης ένας πελώριος στη θωριά βοσκός που έχει ένα γύρο το κοπάδι του. Σημειωτέον: λέρι είναι το κουδούνι για τα γίδια ...;

«Ο πρωτος παιρνει τ' άρματα κι ο ύστερος τα σπιτια ...;»

Ο αέρας σφυρίζει μέσα στην ομίχλη στην κορφή της Παπούρας. Και μας παγώνει έξω από τους Κούμους (τυροκομεία και στάνες σφακιανές) της οικογένειας Δεληγιαννάκη. Πέτρινα ιγκλού από σχιστόπλακα, πρασινισμένα από τις βροχές, υγρά και σκοτεινά, αρχαία θαρρείς σαν τη σπηλιά του Κύκλωπα. Με τον Θοδωρή Δεληγιαννάκη κατηφορίζουμε στο Ασφένδου, χωριό με πέτρινους κυβόλιθους, τα σπίτια έρημα, άδειο σχεδόν το χειμώνα, συχνά αποκλεισμένο από τα χιόνια. Ο θείος του Θοδωρή χωρίζει μια προβατίνα από τα νεογέννητά της -αρνιά της ώρας- και μιλάμε για την παλιά σφακιανή παράδοση που χώριζε τον σφακιανό κόσμο σε καλόσειρους (με καταγωγή από πολεμιστές, καπετάνιους, μεγάλα τζάκια) και κακόσειρους (πιο παρακατιανούς δηλαδή). Ισχύει σήμερα; «Εδά κακοσειρέψαμε ούλοι ...;», μου απαντάει γελώντας. Πριν από τον Καλλικράτη θεόρατοι πρίνοι, με σκόρπια κιτρινοπορτοκαλιά σφεντάμια ανάμεσά τους.

Ο Καλλικράτης είναι το στερνό σφακιανό χωριό στα ανατολικά. Πέτρινο χαμένο στα βουνά, κρατάει το όνομα ενός Σφακιανού καπετάνιου από τα χρόνια της άλωσης της Πόλης. Καταλήγουμε στο καφενείο του Νικήτα Μανουσέλλη. Κι εδώ τις συστάσεις τις κάνει το ρακοπότηρο. Χούφτες καρύδια φρέσκα, κομμένο απίδι και μικρά κυδώνια με άρωμα στυφό και δυνατό. Στην παρέα και ο κυρ Νικήτας, ο επονομαζόμενος Πικάσσος. «Εδώ έκαναν τον πρώτο ασύρματο στην Kατοχή, στον ανεμοσπήλιο. Μετά ήρθαν οι Γερμανοί και έκαψαν το χωριό και σκότωσαν 35 άντρες. Eκτοτε το κωλοκράτος ένα στεφάνι δεν ήρθε να βάνει ...;». Αργότερα θα τους ρωτήσω για τα όπλα -Σφακιανός χωρίς όπλα γίνεται;- και από κάπου θα εμφανιστεί ένα αρχαίο Enfield: ένας ξερός κρότος στο λυκόφως των βουνών. Φεύγοντας μας κερνάνε από μια αχνιστή κατσαρόλα: δυο ζουμερά γαρδούμια για το δρόμο ...;

Και η Σφακιανή φήμη; Eνας μύθος. Μια σκιά. Σήμερα τηλεόραση παντού, κεραίες κινητής τηλεφωνίας στην Ανώπολη και στον Ταύρη, μεγάλα 4x4, επιδοτήσεις, νέοι αισιόδοξοι, ανοιχτόμυαλοι, σχολεία γεμάτα. Οι Σφακιανοί σερβίρουν τις διάσημες πίτες τους στις ταβέρνες της παραλίας και χαίρονται τον τουρισμό. Μια μελαγχολία; Iσως. Για τις λίγες ανοιχτές βεντέτες, τα σφαλισμένα από τα «οικογενειακά» σπίτια. Για τα φονικά, τα μαύρα πουκάμισα. Μια σιωπή λιτή για τον τραχύτατο τόπο, για τα σπίτια με τα όπλα, τις σφαίρες, για τα αίματα αιώνων, για το τραγούδι του Δασκαλογιάννη, τις τόσο μακρινές και τόσο κοντινές επαναστάσεις. Φιλόξενοι; Οπωσδήποτε. Αλλά και περήφανοι, μια στάλα ξεροκέφαλοι, κάποτε πιο θηρία, πιο δράκοι. Σήμερα άλλα τα Σφακιά. Αλλά πάντα Σφακιά...

ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ...

01. Βόλτα στην Αράδαινα. Eρημο χωριό αλλά τι χωριό; Μέσα στα παλιά δρομάκια και τα έρημα σπίτια θα δείτε την εντυπωσιακή εκκλησία του Αρχάγγελου Μιχαήλ -του Αστράτηγου- του 14ου αιώνα. Εδώ πριν από αιώνες όρκιζαν τους ζωοκλέφτες (όσους δεν τους σκότωναν δηλαδή).

02. Trekking σε σφακιανό φαράγγι. Μοναδική εμπειρία! Από τα ευκολότερα και πλέον προσιτά όλο το χρόνο είναι το Ιμπριώτικο,το Ασφενδιανό,το Καλλικρατιανό και το φαράγγι της Αράδαινας (εκπληκτικά τοπία!). Και της Σαμαριάς σφακιανό είναι αλλά το χειμώνα κλείνει (επικίνδυνο!).

03. Να μπείτε βαθιά στα Λευκά Oρη ακολουθώντας τον φοβερό χωματόδρομο από την Ανώπολη. Θέλετε πολύ καλό όχημα και καιρό αλλά θα φτάσετε ψηλά, πάνω από τα 2.000 μ. στη λεγόμενηορεινή έρημο: τοπία σεληνιακά, αναλλοίωτα από δημιουργίας της Κρήτης !

04. Να δοκιμάσετε την εξαιρετική σφακιανή κουζίνα. Hτοι σφακιανές πίτες με μέλι και μυζήθρα, σφακιανό γιαχνί ή τσιγαριαστό (κατσίκι στο λάδι), σφακιανά σύγκλινα, σφακιανό πιλάφι με αρνί ή κότα και παξιμαδάκι με κορίανδρο, σουσάμι και γλυκάνισο.

05. Επίσκεψη στο Πολεμικό Μουσείο του Ασκύφου. Είναι το σπίτι και η αυλή του Γιώργη Χατζηδάκη όπου συνυπάρχουν: σφαίρες, κάθε λογής όπλα, οβίδες, τορπίλες, αντιαρματικά μέχρι έλικες από στούκας και κανονάκια από την επανάσταση του 1770! Και ο συλλέκτης τους, ζωντανό περιβόλι αναμνήσεων!

memo
Το όνομα Σφακιά προέρχεται από τη λέξη «σφαξ», που σημαίνει χάσμα της γης, φαράγγι.

ΔΙΑΜΟΝΗ

Αναμφίβολα η καλύτερη επιλογή σας στα Σφακιά (και ένας βασικός λόγος να έρθετε ώς εδώ είναι το ωραίο ξενοδοχείο Λευκορείτης http://www.lefkoritis.com/el/index.html στο Ασκύφου. Επιλέξτε ένα από τα τέσσερα μεγάλα διαμερίσματα με τζάκι και μη φοβάστε το χιόνι. Το ξενοδοχείο έχει άλογα για ιππασία και οργανώνει χειμερινά σπορ στα Λευκά Ορη (Τ/28250-95.455). Στη Χώρα Σφακίων τα πολύ καλά Notos Suites http://www.web-greece.gr/apartments/notos/contact_gr.htm (Τ/28250-91.200), από 40 .Στο Φραγκοκάστελλο θα βρείτε τα ζεστά δωμάτια Aeolos Studios http://www.aeolosstudios.com/AEOLOS,%20studios%20in%20Frangokastello%20(greek).htm (Τ/28250-92.383), από 25.

ΦΑΓΗΤΟ

Στο Ασκύφου (στον Καρέ) είναι, η καλύτερη επιλογή σας για φαγητό είναι η ταβέρνα του Λεντάρη, με κάθε λογής καλο-μαγειρεμένα σφακιανά πιάτα, με ένα έξοχο σύγκλινο καπνιστό με φασκομηλιά, γραβιέρες και άλλα πολλά. Ωραίο φαγητό θα γευθείτε και στο ξενοδοχείο Λευκορείτης.

Στην Ιμπρο πολύ καλό σφακιανό φαγητό θα δοκιμάσετε στο Ποροφάραγγο. Στη Χώρα Σφακίων η καλύτερη ταβέρνα είναι ο Νίκος με εξαιρετική κρητική κουζίνα -αν βρείτε χοχλιούς, κουνέλι κρασάτο και σουπιές με το μελάνι να πάρετε οπωσδήποτε- και σφακιανές πίτες θαυμάσιες, ενώ νόστιμο φαγητό σερβίρουν και το Μεσοχώρι και η Σαμαριά. Στην Ανώπολη θα φάτε καλά το χειμώνα στην ταβέρνα του Κώστα Γλυμενάκη. Στους Κομιτάδες σημειώστε την πολύ καλή ταβέρνα του Μανόλη Δεληγιαννάκη (έχει δικό του κοπάδι) για σφακιανό τσιγαριαστό. Στον Καλλικράτη αν πετύχετε ανοιχτό το καφενείο Σιώποτο μη διστάσετε να κάτσετε για φαγητό. Θα απολαύσετε σφακιανό κατσίκι φουριάρικο (άγριο δηλαδή) και κρητικούς μεζέδες.

ΑΓΟΡΕΣ

Στο Ασκύφου, στο Αμμουδάρι πολύ καλό σφακιανό παξιμάδι έχει στο φούρνο του Καρκάνη, ενώ στο σούπερ μάρκετ της περιοχής θα βρείτε και εξαιρετικά λουκάνικα και ντόπια τυροκομικά, γραβιέρες, ανθότυρο, ίσως και στακοβούτυρο (τα δύο τυροκομεία του χωριού είναι κλειστά το χειμώνα).

Στην ταβέρνα του Λεντάρη πωλείται επίσης σπουδαία ρακή και μαλοτήρα (βότανο από τις μαδάρες), ενώ τέλος, στο φούρνο του Ορφανουδάκη στην Ανώπολη μπορείτε να προμηθευθείτε εξαιρετικό σφακιανό παξιμάδι.

 


 
< Προηγ.   Επόμ. >