Κρητική Διάλεκτος

Η λέξη

Σημαίνει

αβαρεσά

τεμπελιά, οκνηρία

αβατζέρνω

πλεονάζω, περισσεύω

αβιζέρνω

εφιστώ τη προσοχή καποιου, ειδοποιώ

αβοθρακός

βάτραχος

αγαλιανά

σιγά-σιγά

αγαπητερά

με αγάπη, με στοργή, συμπαθητικά

αγαπητερός

αυτός που με την συμπεριφορά του γίνεται αγαπητός

αγαστεροπιάνω

αναπτύσσομαι ομαλά

αγγελοσκιάζομαι

σκιάζομαι από τον άγγελό μου, βλέπω προμηνήματα του θανάτου μου

άγγουρος

νεαρός, νέος

αγγουροφαίνεται

μου κακοφαίνεται

αγγριγιεύω

γίνομαι άγριος, αγριεύω, ερεθίζω κάποιον, τον εξάπτω

αγιάερτος

αγύριστος, δεν έχει γυρίσει ακόμα

αγιάζω

καλημερίζω

αγίδα

συμπαράσταση, ενίσχυση

αγκαλέ

αγκαλιά

αγκαλιδέ

ότι χωράει μια αγκαλιά

αγκανάδος

αγανακτισμένος, οργισμένος, άκεφος

αγκανάρηση

αγανάκτηση, εξόργιση

αγκανίζω

γκαρίζω, φωνάζω δυνατά

αγκίνιαστος

άθικτος, αχρησιμοποίητος

αγοϊζω

παρεκτρέπομαι, οργιάζω

αγριμοπόδαρος

αυτός μου έχει πόδια γρήγορα και δυνατά όπως το αγρίμι

αγριοξανοίγω

αγριοκοιτάζω

αγρουλιά

η άγρια ελιά που δεν έχει εμβολιασθεί

αδέλοιπος

αποδέλοιπος, υπόλοιπος

αδιαρίζομαι

σπεύδω , επείγομαι

αδιάρμιστος

ακατάστατος , αταχτοποίητος

αδιαφόρετος

ο μάταιος , ο ανωφελής

αδικοθανατίζω

βρίσκω κακό και άδικο θάνατο

αδόδια

δόντια

αδυναμίζω

χάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι σωματικά

αελιά

αγελάδα

αερινίζει

αρχίζει να πνέει δροσερός αέρας

αζατοχάρτι

αποφυλακιστήριο

άζουδος

άτυχος, κακότυχος

αθάλη

θερμή στάχτη

άθαφος

άταφος

αθιβολή

κουβέντα, συζήτηση

αθός

ανθός

άθος

στάχτη

αθρακοβόλη

στάχτη με αναμμένα κάρβουνα

αίγα

η γίδα

αϊπλίκι

ελλάτωμα , κουσούρι

ακούω

μτφ. μυρίζω

ακρημιά

ακρινή

αλάργο

μακρυά (από κάτι - κάποιον)

αλαργοξορίζω

στέλνω πολύ μακρυά, στην ξενιτιά

αματέ

ματιά

αμοναχός

μόνος

αναλέγω

μαζεύω

αναμαζώνομαι

ησυχάζω, ηρεμώ, γυρίζω στα παλιά

αναστορούμαι

θυμάμαι

ανεργιάζω

καταλαβαίνω, το παίρνω χαμπάρι

ανιμένω

περιμένω

ανυφαντικό

υφαντό

αξογύρου

στο κατόπι-παίρνω κάποιον απο πίσω

απείς

αφού

απλάτανος

ο πλάτανος

απλωτός

απλώστρα

αποδιαφωτά

ξημερώνει

αποκαμαρώνω

καμαρώνω

απύρι

θειάφι

άρκαλος

ασβός

αρμηνεύω

λέω, στέλνω μήνυμα

ασάλευτος

ακίνητος , ακούνητος

ασίς

επαναστάτης - ανυπότακτος - χαϊνης

ασκιανός

ίσκιος

ασλάνης

ανδρείος - επαναστάτης

ασπάλαθος

αγκαθωτό φυτό που υπάρχει στην Κρήτη

αστιβίδα

θάμνος

αφουγκράζομαι

ακούω

αχός

θόρυβος

βαβαλίζω

περιποιούμαι ιδαιαιτέρως - φροντίζω

βάρηκε

χτύπησε

βαροπρουκισμένη

νύφη με ιδιαίτερα μεγάλη προίκα

βαταλαλώ

θορυβώ άσκοπα σε χαμηλό τόνο

βιόλα

χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κόκκινα λουλούδια (παπαρούνα - γαρύφαλλο)

βοργίζει

το κτυπάει ο βοριάς

βουτσές

οι ακαθαρσίες των βοδιών

βρίνω

βρίσκω

γαμπάς

καπότο

γειαίνω ή γιάνω

βρίσκω την υγεία μου

γιαγιέρνω

επιστρέφω

γιάντα

γιατί

γιδάρης

βοσκός σε γίδες

γλακώ

τρέχω

γλεντοκόπισμα

το έντονο (δυνατό - άγριο) γλέντι

γομάρι

φορτίο

γράδες

οι γριές

γρε

η γριά

γρόθος

η γροθιά, μτφ. (βρισιά) αυτός που είναι για γροθιές, ο βλάκας

γροικώ

νιώθω, δίνω προσοχή, ακούω

γύρενε

γυρεύουνε

γυρογιάλι

η ακρογιαλιά

γυρού γυρού

κυκλική συναγωγή

δάμακας

ο μικρός γκρεμός σε σχετικά ομαλά εδάφη

δείλι

το δειλινό

δεμαθιά

δεμάτι

διάβα

πέρασμα

διακονιάρης

ζητιάνος

διαρμίζομαι

καθαρίζω, τακτοποιώ

δίφορος

αυτός που καρπίζει δύο φορές το χρόνο

δρασκελίζω

περπατάω με μεγάλο βήμα

δρόσει

δροσερεύσει

εκειαμέ

όχι δα

έκειε

εκεί

εκουζουλάθηκα

τρελάθηκα

εντάκαρα

άρχισα

εντεψίζικο

πονηρό - σόκιν

έξε

έξι

επαέ

εδώ

επόχτισα

τελείωσα το χτίσιμο

ερέχτηκα

θαύμασα

εσάσαμε

εφτιάξαμε

έτζοι

νάτες

ετουλόγου σου

εσύ

ετουτανά

αυτά

ετσά

έτσι

έτσαναι

έτσι είναι

ζα(ωζα)

τα ζώα

ζάλα

βήματα

ζόρες

ζόρισμα, κίνδυνος

ήφυγε

έφυγε

θαρμίζω

ματιάζω

θαρμός

βασκανία, μάτιασμα

θαρρεύγομαι

εμπιστεύομαι

θέτω

ξαπλώνω

θρινάκι

το κοσκίνισμα των σταχυών στο αλώνι

θωρώ

βλέπω

ιδώ

δω - βλέπω

ιμανσίζης

άθρησκος

ίντα

τί (χρησιμοποιείται για ερώτηση)

καβαλίνα

κοπριά

καβρός

ο κάβουρας

και τε

κι έπειτα

κακουδέρικο

ισχνό

καλλιά

καλύτερα

καμπαθούρα

απάνεμο κοίλωμα του εδάφους

κατακεφαλίδι

δυνατή ξυλιά στο κεφάλι

κατέ(χ)ω

ξέρω, γνωρίζω

κάτης

ο γάτος

κατούνα

σπίτι βοσκού στο βουνό (λέγεται και κονάκι)

κατσά-κατσά

κρυφά

κατσουκανιά

αταξία, απάτη

κατσούλα

η γάτα

καψάλι

(γίνομαι καψάλι) καίγομαι

καψώνομαι

ξεσταίνομαι

κειοσάς

εκείνος

κίντα

και τι

κιντί

απογεματινό κολατσιό

κλησίδι

μικρό εκκλησάκι

κλουθώ

ακολουθώ

κοκλιομπάντουρο

το όστρακο του σαλιγκαριού

κονάκι

σπίτι βοσκού στο βουνό (λέγεται και κατούνα)

κοντό

περίπου

κοντό

άραγε

κόπιασε

πρόσκληση στο σπίτι

κουζουλάδα

τρέλλα, χαζομάρα

κουζουλός

τρελλός

κουκουβίζω

κάθομαι με διπλωμένα πόδια

κουλαντρίζω

καταφέρνω κάτι, τα βγάζω πέρα

κούμος

μικρό κτίσμα στο βουνο που χρησιμοποιεί ο βοσκός για να βάλει 1-2 ζώα

κουτέντα

καλοπιάσματα

κοχλιός ή χοχλιός

σαλιγκάρι

κριγιός

κριός αλλά και κρύος

(να) κρεπάρει

να εκραγεί

κρούβγω

πνίγω

κρούταλο

παλαμάκι

κρυγιός

το κριάρι

κρυγιότι

το κρύο, κρύος καιρός (κάνει κρύο)

κωλόπανα

μωρουδιακά ρουχαλάκια

λαγάρα

η μεγάλη σπανή περιοχή

λαγκουφάκια

λαγκαδάκια

λάτρα

καθαριότητα, δουλειές του σπιτιού

λιοπύρι

ημέρα με πολύ μεγάλη θερμοκρασία

λιόχεντρα

οχιά

λογάμαι

περνιέμαι, περνάω για...

λογοσέρνω

φιλονικώ

λούσα

πολυτελή ρούχα και κοσμήματα

μαθιά

ματιά

μαϊνάρω

ησυχάζω, κοπάζω, γαληνεύω

μαλάθρακας

μεγάλο σπυρί

μάλαμα

χρυσός

μάνι-μάνι

γρήγορα

μαρακλής

αυτός που έχει μεράκι(α) - αυτός που γλεντάει χωρίς να παρεκτρέπεται

μεϊντάνι

πλατεία,αγορά

μελίτακας

μυρμήγκι

μενεβίχι

το χρώμα του λιβανιού

μεσόκαινας

μεσοστρατίς

μερακλίκι

το μεράκι η αγάπη για αυτό που κάνω

μεσοδόκι

χοντρός κορμός που στήριζε στέγες ή οντάδες

μιαολιά

λίγο

μικιός

μικρός

μισέυγω

φεύγω

μιτάτο

κτίσμα στο οποίο γίνονται τυροκομικές εργασίες

μολαρητός

ελεύθερος, αυτός που δεν είναι δεμένος

μολάρω

αφήνω

μονιάζω

συγκεντρώνω

μονομερίζω

ενώνω

μονοπαντώ

συγκεντρώνω σε ένα μέρος

μοσκούλα

κατσίκα χωρίς κέρατα

μουζούρι

παλιά Κρητική μονάδα μέτρησης (1 μουζούρι ήταν περίπου 5 οκάδες)

μουσταρά

μαστάρι

μουχλιάζει

βραδυάζει

μπαλω(θ-τ)ιά

πυροβολισμός

μπάντα

πλευρά, περιοχή

μπαντούρα

καπάκι όστρακου

μπαξές

περιβόλι, κήπος

μπέργιευλο

αυλή

μπέτης ή πέτης

το στήθος

μπλιό

πλέον

μπούκα

στόμα

μπουνταλάς

βλάκας, χαζός

μπουργιά έχω

έχω τα νεύρα μου

μπουρμάς

ο εξωμότης

ναμουσούζης

ανυπόληπτος - άτιμος

νέικη

νέα

νέφαλο

σύννεφο

νογώ

σκέφτομαι

νοτουλάκι

νοτιάς

νταγιαντώ

αντέχω

ντακάρω

ξεκινώ

ντάκος

παξιμάδι

ντελόγο

αμέσως

ντελμπισά

απατεωνιά

ντόδια

δόντια

ντουνιάς

ο κόσμος, ο λαός

ντουσουντίζω

σκέφτομαι

ξα σου

εσύ ότι πεις

ξαμώνω

σκοπεύω (σημαδεύω)

ξανοίγω

κοιτάζω, θωρώ

ξεγιαλίζω

ανοίγομαι στο πέλαγος

ξεκορφίζω

βγαίνω στην κορυφή ενός υψώματος

ξεπατώνομαι

ξεριζώνομαι

ξυφαίνω

υφαίνω

ξωμένω

διανυκτερεύω

ο(υ)λιά

στιγμή, μικρό κομμάτι

οματέ

φαγητό, από εντόσθια χοιρινά, γεμιστά με ρύζι και μυρωδικά

ομπρουλιά

σύντομη βροχούλα

όντε

όταν

όξω

έξω, εκτός

όρθα

η κότα

όσαμε

μέχρι

οστοσανά

τόσα

οφτό

ψητό

οψάργας

εχθές το βράδυ

οψές εχθές

εχθές

οψές ταχιά

εχθές το πρωί

παέ-πέρα

εδώ πέα

παιχνιδαμάτης

αυτός που κάνει παιχνίδια με τα μάτια του

παντέρμος

παντέρημος

παντίδει

(δεν παντίδει) δεν έρχεται, δεν είναι εύκολο

παπούλες

όσπρια

παραμερώ

βάζω παράμερα, παραμερίζω

παστάβι

τόπι ύφασμα

πατούλια

ομάδα

πενιέται

πενεύεται

περαματίζω

όρος της υφαντικής

πλοκιό

ιστορία

ποβγάνω

βγάζω έξω, ξεπροβοδίζω

ποδίδω

καταντώ

ποκρεμούμαι

αποκρεμιέμαι

πορευτής

αυτός που περνάει περαστικός

πορίζω

περνάω, βγαίνω έξω, φεύγω

πορπατώ

περπατώ

πούλαρος

πουλάρι

πράμα

τίποτα

πρεπίζω

ταιριάζω, το φέρνω στα μέτρα μου

πριχού

πριν, προτού

προβατάρης

βοσκός σε πρόβατα

πυρώνω

ζεσταίνω

ριζιμιό

ριζωμένο (π.χ. ριζιμιό χαράκι - ριζωμένος βράχος)

ρόβι

όσπριο που η χρησιμοποιούταν για τροφή σε βόδια

ροδονίζω

γνωρίζω

ροζωνάρω

κουβεντιάζω

σάζω

φτιάχνω

σαμια

σημάδι που κάνω για να χαρακτηρίσω ενα ζώο

σαμώνω

η εργασία που κάνω για τη σαμιά

σανίδι

μια σειρά αυλάκια στο περιβόλι

σάχνω

φτιάχνω

σεβντάς

ερωτικός καϋμός

σειρώνω

σουρώνω υγρά

σεφέρι

χρονική φάση - εποχή

σιγούρλιο

παρηγοριά

σιμώνω

πλησιάζω

σκάρα

γυπαετός

σκλόπα

κουκουβάγια

σκρόφα

γουρούνα

στένω

στέκομαι

στιβάνια

μπότες

συβάζομαι

πείθομαι

σφακολούλουδο

ο ανθός της πικροδάφνης

σφαλίζω

κλειδώνω, ασφαλίζω

σώπατο

πεδιάδα

σωργιά

ο σωρός

ταβλί

τάβλα, κομμάτι ξύλου

ταγί

η βρώμη

ταλίμι

φιγούρα

τάξε λω

σάμπως

ταχινή

το πρωί

τερτίπι

καμωματιά, κόλπο

τζαναμπέτης

ο καταφερτζής

τουτουνέ

αυτό

τουτοσές

αυτός, ετούτος

τσάχαλος

θόρυβος πολύ ασθενής

τσέτες

άτακτοι

τσιγκλώ

πειράζω, ενοχλώ

τσιλιό

ευκοιλία

τσινιά

κλωτσιά

τσίπα

μεμβράνη που σχηματίζει το φρέσκο γάλα στην επιφάνειά του

φαίνω

υφαίνω

φανταξό

φάντασμα

φέγγος

λάμψη, φωτισμός

φιλεύω

κερνάω

φιλιά

φιλία

φιλιότσα(-ος)

το βαπτιστίρι

φιντάνι

βλαστάρι

φλέμονας

πνεύμονας

φορούμαι

θεωρώ

φτάζω

φτάνω

φωλεύγω

κάνω φωλιά

χάβδαλο

το τελείως ξερό σέλινο

χαβεσιλίκι

πόθος επιθυμία , πάθος

χαβρίζω

φωνάζω πολύ δυνατά

χάζι

διασκέδαση (από θέαμα ή πράξη)

χαζιρεύγω

ετοιμάζω

χαζίρικα

έτοιμα

χαϊλάλης

ανισσόροπος , φαντασιόπληκτος

χαϊνης

αντάρτης

χαιράμενος

χαρούμενος

χαιτζώνω

προβάλλω αντίσταση , αγριεύω

χάκι (το)

το μερίδιο κάποιου

χάλαβρο

χάλασμα

χαλακατέβας

αδέξιος , ανεπιτείδιος

χαλασές (ο)

τόπος με χαλάσματα

χαλέπα

περιοχή με πετρώδες και ίσιο έδαφος

χαλίσικος

γνήσιος , άδολος , ανόθευτος

χάμαι

κάτω, καταγής

χαντώ

νομίζω , πιστεύω

χαραέτι

μεγάλη δίψα

χαράκι

μεγάλη πέτρα, ριζωμένος βράχος

χαραμπάτης

σπάταλος

χαρκιάς

σιδηρουργός

χαρκιδειό

σιδηρουργείο

χαροκοπώ

γλεντώ διακεδάζω

χαρχαλεύω

ανακατώνω διάφορα πράγματα

χαχαλιά

χούφτα

χαχαλόβεργα

διχαλόβεργα

χάψι

φυλακή

χεϊτάνης

διάβολος

χούγια

ιδιοτροπίες

χούι

συνήθεια

χουμά κουτάλι

άνω - κάτω

χούμελι

γλυκό υγρό που έβγαινει από το βράσιμο της κερήθρας

χουρχούδα

μαγκούρα , ρόπαλο

χουφθιά

χούφτα

χοχλιομπάντουρο

το όστρακο του σαλιγκαριού

χοχλίος ή κοχλίος

σαλιγκάρι

χτήμα

κτήμα

χυνοβολώ

ορμώ

χυταρίζω

κατηφορίζω

χώνω

κρύβω

χωσμένος

κρυμμένος

ψαθούρι

χαμόστρωμα

ψακωντέ

η γεύση του πικρού , η πικράδα

ψαλάσσω

τσιμπολογώ

ψαλιμουδίζω

σιγομουρμουρίζω

ψαργάδινος

χθεσινοβράδυνος

ψαρογάροι

σαρδέλες παστές

ψεγαδιάστρα

η κουτσομπόλα γυναίκα

ψέγος

ψεγάδι , ελλάτωμα , ατέλεια

ψεσινός

χθεσινός

ψήμα

ψήσιμο

ψηφί

εκτίμηση

ψιακώνω

δηλητιριάζω

ψίκι

ακολουθία , πομπή

ψιμάρνι

όψιμο αρνί

ψιμιδευτός

στολισμένος

ψιμοκαιριάζω

αδυνατίζω

ψιμύθια

στολίδια σε κέντημα ή υφαντό

ψιχαλίδα

ψιλή βροχή , ψιχάλα

ψόμα

ψέμα

ψόμματα

ψέμματα

ψομματάρης

μεγάλος ψεύτης

ψύγομαι

μαραίνομαι

ψυχνιάζει

αρχίζει να πέφτει κρύο

ψυχνιός

ψυχρός