Ακούω το θρόισμα...

Θα πάει η ταινία καλά; Θ' αρέσει στον κόσμο; Θα γίνει το Φεστιβάλ Κινηματογράφου; Πνιγμένος στο άγχος. Και πάνω σ' όλ' αυτά, να κατεβάσω την πεθερά μου και τα παιδιά στην Κρήτη.

γράφει ο Περικλής Χούρσογλου σκηνοθέτης


  Το «Ελυρος» μας αφήνει στα Χανιά. Ξημέρωμα. Στάση στου «Ιορδάνη» για μπουγάτσα. Αλλ' η γυναίκα που σερβίρει μού τη σπάει. Αργεί, μου κάνει μάθημα για την μπουγάτσα (την μπουγάτσα αυτή την έτρωγα όταν υπηρετούσα στο Π.Ν.), βαριέται να μου φτιάξει τούρκικο. Φεύγουμε.

Μετά 54 χιλιόμετρα στρίβουμε. Αγιος Κωνσταντίνος, 16 χιλιόμετρα ΝΑ του Ρεθύμνου. Στις «4 θείες», κορνάρω!

Το χωριό σ' ένα λόφο, Βενετσιάνικο. Ο αλχημιστής, Μπαρότσι, εδώ έζησε. Στο σπίτι μας μια επιγραφή: 186... Το κλειδί της εξώπορτας 15 εκατοστά ατσάλι.

Ξεκινάμε για μπάνιο. Η παραλία της Επισκοπής στο Κρητικό πέλαγος συνήθως έχει κύμα, σήμερα λάδι. «Μπαμπά», «Μπαμπά», βροχή «Μπαμπά», βουτιές, ρακέτες, «Βάλε βατραχοπέδιλα», το ντουζ, μπουζ(ι)! Αρχίζω να χαλαρώνω.

Στην επιστροφή στου Κώστα, την ωραιότερη ταβέρνα, ever!

  Την πρώτη φορά εδώ, με τον Γιαν και τη γυναίκα του, δύο Τσέχους φίλους που μαζί δουλεύουμε τα σενάρια, λέει ο Γιαν κοιτάζοντας τη φωτογραφία του πατέρα τού Κώστα, μόνο πράγμα σ' ένα μεγάλο ροζ τοίχο: «Δεν θα 'ν' ποτέ ξανά έτσι αυτή η ταβέρνα. Σε λίγα χρόνια θα τη μάθουν, θα νοιάζεται για τα λεφτά».

Ευτυχώς, η καφκική πρόβλεψη ακόμα κοιμάται. Τα παιδιά παίζουν στο γήπεδο δίπλα στη στρατώνα. Πέτρινο κτίριο που οι Γερμανοί βάλαν' τους ντόπιους να χτίσουν, ανάμεσά τους κι ο πεθερός μου, πατέρας της Βαγγελιώς, άγιασε στην αντίσταση, στο Μακρονήσι.

Τα παιδιά θέλουν να ζήσουμε στο χωριό. Δεν τολμώ, οι ταινίες; Το ελληνικό σινεμά έχει ανάγκη ανθρώπους, ψηλά να κρατούν τη σημαία, να μην κάνουνε TV, να αναζητούν την αλήθεια γύρω τους κι εντός.

Την τύφλα μου! Νύχτα αργά. Ακούω το θρόισμα, οι ελιές δίπλα μια θάλασσα.

Απέναντι από το κρεβάτι μου είναι ένα παράθυρο. Φαίνονται μόνον τα πράσινα αμπελόφυλλα κι ακούγονται χιλιάδες πουλιά. Σπρώχνουν το παράθυρο προς τα μέσα, θέλουν να με ξυπνήσουν.

Πριν το μπάνιο πρέπει να παραδώσω βαθμολογία για τα Α' και Δ' έτη του Α.Π.Θ. Πρωτομπαίνουν τα παιδιά στο σινεμά, τους αντιμετωπίζω σαν βοηθούς μου, όχι σαν φοιτητές, να τους περάσω το πάθος για το σινεμά, δικαιοσύνη και υπομονή.

Ρωτώ τον Κωνσταντίνο, τον μεγάλο μας, «Ενας φοιτητής δεν πατάει στο μάθημα, όμως φέρνει μια εξαιρετική εργασία. Ενας άλλος έρχεται πάντα, κάνει τις εργασίες, δεν έχει όμως τόσο ταλέντο. Ποιος να πάρει μεγαλύτερο βαθμό;». «Αυτός που έρχεται, μου λέει, γιατί αν δεν έρχεται, θα τα ξεχάσει αυτά που ξέρει».

Με το μικρό μου γιο κολυμπώντας φτάνουμε ώς τη σημαδούρα. Χαμογελάει, είναι βαθιά. Στην επιστροφή όμως το κύμα κόντρα.

- Κουράστηκες;

- Λίγο.

-Πιάσε το μπράτσο μου. Αγόρι μου, Ιορδάνη.

Οι «4 θείες» είναι 4 ελιές η μία πίσω από την άλλη, στη μέση ενός αγρού. Την ανατολή αλλιώς, το Πάσχα καταπράσινες, καταμεσήμερο ντάλα περήφανες, μεσάνυχτα, στον τελευταίο μου περίπατο... κοιμούνται τα δέντρα;

Εφηβο ο θείος μου με πρωτοπήρε με σκηνή. Ο ουρανός το καλοκαίρι, αστερισμοί, τι ευτυχία! 2 μέρες με γυρνούν 35 χρόνια πίσω.

Φτάνω στο καφενείο, στον Πλάτανο. Δύο μόνον, ο Γιώργης κι άλλος ένας. Ησυχία.

- Να κεράσουμε μια ρακή;

Φέρνουν τις ρακές.

- Πώς πάει η Αθήνα;

Αργώ, χαμογελώ.

- Στην Αθήνα, ηρεμία. Εδώ έχετε άγχος.

Δεν πιάνουν το λεπτό αθηναϊκό χιούμορ.

- Ε, έχουμε και μεις τα ζωντανά μας...

Να 'ξέραν... αύριο επιστρέφω.

Στο κομοδίνο στο κινητό, ένα μήνυμα από τη Βαγγελιώ. «Να μη χάνεις την πίστη στον εαυτό σου. Να μη χάνεις την καρδιά σου. Σ' αγαπώ. Η γυναίκα σου».

ελευθεροτυπία 01082009